βραχύνεται

βραχύνεται
βραχύ̱νεται , βραχύνω
abridge
aor subj mid 3rd sg (epic)
βραχύ̱νεται , βραχύνω
abridge
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… …   Dictionary of Greek

  • βράχυνση — η (Μ βράχυνσις) [βραχύνω] η σμίκρυνση, το να καταστεί κάτι βραχύτερο ή μικρότερο νεοελλ. το γλωσσολογικό φαινόμενο κατά το οποίο μακρό φωνήεν ή δίφθογγος βραχύνεται …   Dictionary of Greek

  • βαλλισνερία — Πολυετής πόα της οικογένειας των υδροχαριτιδών. Η πλήρης επιστημονική ονομασία της είναι β. η σπειροειδής. Φυτό υδρόβιο, υποβρύχιο, με κοντούς βλαστούς και φύλλα παράριζα, επιμήκη, λεπτά, σχεδόν ταινιοειδή και διαφανή. Τα άνθη του είναι δίοικα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”